Χηνῶν

Χηνῶν
Χῆναι
fem gen pl
Χηναί
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χηνῶν — χήν wild goose fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • гоусь — ГОУС|Ь (8*), И с. Гусь; гусятина: брашьно много и || различьно. тетерѩ. гѹси. жеравие. рѩбі. СбТр ХІI/ХІІІ, 3 об.–4; ты же ѩси тетерѩ гѹси рѩби кѹры. Там же, 15 об.; а за гѹсь ·л҃· кѹнъ. а за лебедь ·л҃· кѹнъ. РПр сп. 1280, 625а; то же РПрМус сп …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CANES occidendi mos — in ortu Caniculae, quod hoc sidus eos in rabiem agat, apud Romanos viguit, uti docet ex Graeco auctore Salmas. Ο῎τι ρῇ ορὶ Βιββὠν Αζ῾γιζςτὠβ ἀνήρουν ἀκωλύτως εν Π῾ώμῃ τοὺς κύνας εἰς τιμην` τῶ χηνῶν, ὅτι τὸ καπετώλιον οἱ μὲν κύνες προέδωκαν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CAYSTER vel CAYSTRUS — CAYSTER, vel CAYSTRUS fluv. Asiae circa Ephesum, nune Chiay, cui etiam regioni nomen dat; nam tractus ille Caystrius dicitur, ut auctor est Eunapius Sardianus. Fluvius hic cycnis olim abundavit. Unde Ovidio, Trist. l. 5. El. 1. v. 11. Caystruss… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GINGRAS sive GINGRIS — GINGRAS, sive GINGRIS etiam GINGROS, tibia, a Phoenicibus excogitata, Phrygiae similis, qua et Cares usos prodidêre, inprimis apta funeribus. Nam Phoenices Adonim Gingram vocabant, in cuius luctu illam ad cantum accomodabant: sicut affini voce… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

  • επόμνυμι — ἐπόμνυμι και ἐπομνύω (Α) 1. κατόπιν, εν συνεχεία ορκίζομαι («ὧς ἔφαθ’ οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπώμνυον, ὡς ἐκέλευε» έτσι είπε, κι όλοι οι άλλοι στη συνέχεια ορκίζονταν όπως τούς έλεγε, Ομ. Ιλ.) β. «καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῡμαι» και επί πλέον θα κάνω… …   Dictionary of Greek

  • χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… …   Dictionary of Greek

  • χηνοτροφία — η, Ν [χηνοτρόφος] ζωοτ. εκτροφή χηνών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”